- τρυποχέρης
- -α, -ικο, Νβλ. τρυπιοχέρης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκορποχέρης — ο, θηλ. σκορποχέρα, Ν αυτός που δαπανά άσκοπα και αλόγιστα, σπάταλος, τρυποχέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπώ + χέρης (< χέρι), πρβλ. ανοιχτο χέρης] … Dictionary of Greek
τρυπιοχέρης — και τρυποχέρης και τρουποχέρης, α, ικο, Ν εξαιρετικά σπάταλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύπιος / τρούπιος + χέρης (< χέρι) πρβλ. ανοιχτο χέρης] … Dictionary of Greek